οισοφαγικός

οισοφαγικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οισοφάγο (α. «οισοφαγικό τρήμα τού διαφράγματος» β. «οισοφαγικό πλέγμα» γ. «οισοφαγικό εκκόλπωμα» δ. «οισοφαγικός καθετήρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”